- αλέξω
- ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α)Ι ενεργ.1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ2. βοηθώ, υπερασπίζω3. προσφέρω βοήθειαΙΙ μέσ.1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι2. ανταμείβω, ανταποδίδω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη ρίζα ἀλεκ-σ- (< ΙΕ* ∂2l-ek-το -σ- πιθ. εφετικό), η οποία είναι συγγενής με τη μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- (< ΙΕ* ∂2el-ek-·), βλ. ἄλαλκε. Το ρήμα ἀλέξω είναι συγγενές με το σανσκρ. raksati «προστατεύω, υπερασπίζω». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι η μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- απαντά και σε άλλη γλώσσαπιθ. να έχει κάποια σχέση με το αγγλοσαξον. ealgian «προστατεύω, υπερασπίζω». Σε αρκετά παράγωγα τού ρ. ἀλέξω (πρβλ. ἀλέξησις, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ) απαντά επαυξημένη μορφή τής δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως ἀλεξι-*, ακολουθώντας την κατηγορία τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(σ)ι-.ΠΑΡ. αρχ. ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήρ, ἀλεξήτωρ, ἀλέξιμον, ἄλεξις.ΣΥΝΘ. Βλ. ἀλεξι-].
Dictionary of Greek. 2013.